- Μπέλφαστ
- (Belfast). Πόλη (297.100 κάτ. το 2002) του Ηνωμένου Βασιλείου, πρωτεύουσα της Βορείου Ιρλανδίας, καθώς και της κομητείας Όντριμ. Το Μ. αναπτύχθηκε γύρω από έναν πύργο που χτίστηκε το 1177, την εποχή της αγγλονορμανδικής εισβολής, και βρίσκεται στον μυχό ενός κόλπου μήκους περίπου 20 χλμ. σε μια πεδινή ζώνη που διαρρέει ο ποταμός Λάγκαν. Το ιστορικό του κέντρο, που δεν διαθέτει αξιόλογα μνημεία, περιβάλλεται από βιομηχανικές συνοικίες, καθώς η πόλη έχει έντονο βιομηχανικό χαρακτήρα. Από τον συνολικό πληθυσμό των Bορειοϊρλανδών, περίπου το ένα τρίτο ζουν στη μείζονα περιφέρεια του Μ. Στο λιμάνι του δεσπόζουν επιβλητικά ναυπηγεία και διυλιστήρια πετρελαίου, που ιδρύθηκαν πρόσφατα. Εισάγει κυρίως πρώτες ύλες και καύσιμα προοριζόμενα για τις βιομηχανίες και εξάγει κατεργασμένα προϊόντα. Εμπορικό κέντρο με ζωηρή κίνηση, έχει σύγχρονα εργοστάσια αεριωθουμένων και αεροπορικού υλικού. Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν επίσης οι βιομηχανίες υφαντουργίας, χημικών προϊόντων και καπνού. Το Μ. κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων υπήρξε κατά καιρούς θέατρο σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ προτεσταντών (αγγλόφιλων) και καθολικών (ενωτικών Ιρλανδών), που απηχούσαν θρησκευτικές και πολιτικές διαφορές που κόντεψαν να οδηγήσουν σε εμφύλιο πόλεμο. Επίκεντρο δράσης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙΡΑ) και του πολιτικού σκέλους του, Σιν Φέιν, το Μ. είναι εδώ και αρκετά χρόνια μια σχεδόν στρατοκρατούμενη περιοχή, με σημαντικές δυνάμεις βρετανικών στρατιωτικών από τη μια πλευρά και παραστρατιωτικές παράνομες οργανώσεις από την άλλη, που πραγματοποιούν εκατέρωθεν χτυπήματα τυφλής βίας.
Αεροφωτογραφία του Μπέλφαστ, πρωτεύουσας της Βόρειας Ιρλανδίας? διακρίνονται οι λιμενικές εγκαταστάσεις κατά μήκος του ποταμού Λάγκαν.
Dictionary of Greek. 2013.